Οι κοιλιακές αρρυθμίες μπορούν να εκδηλωθούν με τρεις τρόπους: ως πολλαπλές έκτακτες κοιλιακές συστολές, ως μη εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία (τουλάχιστον 3 συμπλέγματα διαδοχικά) ή ως εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία, αν διαρκεί πάνω από 30 δευτερόλεπτα ή λιγότερο αν προκαλεί συγκοπή. Κοιλιακή ταχυκαρδία μπορεί να παρουσιασθεί σε άτομα χωρίς υποκείμενη καρδιακή πάθηση (ιδιοπαθής κοιλιακή ταχυκαρδία), αλλά και σε άτομα με συνοδό καρδιοπάθεια. Για το λόγο αυτό, στον αλγόριθμο αντιμετώπισης, το πρώτο βήμα είναι η διερεύνηση για τυχόν ύπαρξη δομικής καρδιοπάθειας. Αν υπάρχουν ύποπτα ευρήματα, συνιστάται μαγνητική τομογραφία καρδιάς, η οποία προσφέρει την καλύτερη απεικόνιση της δομής του μυοκαρδίου. Αν όλα είναι φυσιολογικά, οι αρρυθμίες θεωρούνται ιδιοπαθείς.
Θεραπευτικές επιλογές
Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση ασθενών με κοιλιακή ταχυκαρδία περιλαμβάνουν τρεις κύριες μεθόδους: την εμφύτευση απινιδωτή, τη χρήση αντιαρρυθμικών φαρμάκων και την κατάλυση. Σε πολλές περιπτώσεις, η βέλτιστη αντιμετώπιση βασίζεται σε έναν συνδυασμό δύο ή και των τριών αυτών θεραπειών, ανάλογα με τις ανάγκες και την κλινική κατάσταση του ασθενούς.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (ισχαιμική ή διατατική) ή μυοκαρδιοπάθεια, εξετάζεται η εμφύτευση απινιδωτή για την πρόληψη του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Σε ορισμένες περιπτώσεις δομικής καρδιοπάθειας, η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη έχει σημαντική αξία.
Σε ασθενείς με ιδιοπαθή κοιλιακή ταχυκαρδία, η πρώτη επιλογή είναι η κατάλυση της αρρυθμίας, με ποσοστά επιτυχίας έως 90%. Η ίδια προσέγγιση εφαρμόζεται και σε μη εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία, ειδικά αν είναι συχνή και συμπτωματική (π.χ. προκαλεί παλμούς ή ζάλη).
Σε ασθενείς με πολλαπλές έκτακτες κοιλιακές συστολές, απαιτείται υπολογισμός του φορτίου τους μέσω 24ώρου Holter. Αν υπερβαίνουν τις 5.000-10.000 σε 24 ώρες και επιμένουν για πάνω από τρεις μήνες, γίνεται πιο ενδελεχής έλεγχος, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης όψιμων δυναμικών μέσω εξειδικευμένων λογισμικών ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να αποκαλύψει αρχικές διαταραχές στην λειτουργία των κοιλιών και συχνά προτιμάται.Επέμβαση
Η επέμβαση κατάλυσης (ablation) για την αντιμετώπιση κοιλιακής ταχυκαρδίας πραγματοποιείται στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο, με τον ασθενή σε ύπτια θέση. Έπειτα από τοπική αναισθησία, τοποθετούνται πλαστικοί σωλήνες (θηκάρια) στα μηριαία αγγεία μέσω των οποίων ειδικοί καθετήρες εισάγονται στην καρδιά. Η μετακίνηση και η τοποθέτηση των καθετήρων γίνεται υπό ακτινοσκόπηση και είναι ανώδυνη. Στη συνέχεια, ο καθετήρας κατάλυσης μεταφέρεται στην καρδιά, όπου δημιουργείται μια τρισδιάστατη απεικόνιση της καρδιάς χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο σύστημα ηλεκτροανατομικής χαρτογράφησης. Στην τρισδιάστατη εικόνα, προσδιορίζονται οι περιοχές του μυοκαρδίου που έχουν αντικατασταθεί από ουλώδη ιστό. Σε αυτές τις περιοχές, καθώς και στην περιφέρειά τους, εφαρμόζονται βλάβες με στόχο την καταστροφή των παθολογικών ηλεκτρικών κυκλωμάτων που προκαλούν τις αρρυθμίες. Σε ασθενείς χωρίς υποκείμενη καρδιοπάθεια, η εστία προέλευσης της αρρυθμίας εντοπίζεται συνήθως με τη βοήθεια συστήματος χαρτογράφησης. Μόλις εντοπιστεί, ακολουθεί ο καυτηριασμός της εστίας με υψίσυχνο ρεύμα. Η επέμβαση θεωρείται επιτυχής αν δεν είναι δυνατή η αναπαραγωγή της ταχυκαρδίας μετά την εφαρμογή των βλαβών. Μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης, οι καθετήρες και τα θηκάρια αφαιρούνται, ασκείται πίεση στα σημεία παρακέντησης για περίπου 20 λεπτά και τοποθετείται πιεστική περίδεση για μερικές ώρες. Ο ασθενής συνήθως εξέρχεται από το νοσοκομείο την επόμενη μέρα.
Take home messages
Σε ασθενείς χωρίς υποκείμενη καρδιοπάθεια, τα ποσοστά επιτυχίας της κατάλυσης υπερβαίνουν το 85%. Σε ασθενείς με υποκείμενη καρδιοπάθεια, τα ποσοστά επιτυχίας κυμαίνονται μεταξύ 70-75%.